Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ποιάντιος
Ποίας
ποιέω
ποιηβόρος
ποιήεις
ποίημα
ποιηματικός
ποιηματογράφος
ποιηρός
ποιησείω
ποίησις
ποιητέος
ποιητής
ποιητικεύομαι
ποιητικός
ποιητοδιδάσκαλος
ποιητός
ποιήτρια
ποικιλάνιος
ποικιλείμων
ποικιλερυθρόμελας
View word page
ποίησις
a making, fabrication, creation, production

ShortDef

a making, fabrication, creation, production

Debugging

Headword:
ποίησις
Headword (normalized):
ποίησις
Headword (normalized/stripped):
ποιησις
IDX:
70943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70944
Key:

Data

{'content': 'a making, fabrication, creation, production'}