Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποθητός
ποθήτωρ
ποθι
πόθι
ποθίερος
ποθίζω
πόθικες
ποθίκω
ποθόβλητος
ποθόδωμα
ποθολκίς
πόθος
ποι
ποῖ
ποιανθής
Ποιάντιος
Ποίας
ποιέω
ποιηβόρος
ποιήεις
ποίημα
View word page
ποθολκίς
leading-rein

ShortDef

leading-rein

Debugging

Headword:
ποθολκίς
Headword (normalized):
ποθολκίς
Headword (normalized/stripped):
ποθολκις
IDX:
70928
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70929
Key:

Data

{'content': 'leading-rein'}