Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποθέω
ποθή
ποθήσιμος
ποθητικός
ποθητός
ποθήτωρ
ποθι
πόθι
ποθίερος
ποθίζω
πόθικες
ποθίκω
ποθόβλητος
ποθόδωμα
ποθολκίς
πόθος
ποι
ποῖ
ποιανθής
Ποιάντιος
Ποίας
View word page
πόθικες
relatives, kinsmen
ShortDef
relatives, kinsmen
Debugging
Headword:
πόθικες
Headword (normalized):
πόθικες
Headword (normalized/stripped):
ποθικες
IDX:
70924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70925
Key:
Data
{'content': 'relatives, kinsmen'}