Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πόθεν
ποθέω
ποθή
ποθήσιμος
ποθητικός
ποθητός
ποθήτωρ
ποθι
πόθι
ποθίερος
ποθίζω
πόθικες
ποθίκω
ποθόβλητος
ποθόδωμα
ποθολκίς
πόθος
ποι
ποῖ
ποιανθής
Ποιάντιος
View word page
ποθίζω
stick tightly

ShortDef

stick tightly

Debugging

Headword:
ποθίζω
Headword (normalized):
ποθίζω
Headword (normalized/stripped):
ποθιζω
IDX:
70923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70924
Key:

Data

{'content': 'stick tightly'}