Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποθεν
πόθεν
ποθέω
ποθή
ποθήσιμος
ποθητικός
ποθητός
ποθήτωρ
ποθι
πόθι
ποθίερος
ποθίζω
πόθικες
ποθίκω
ποθόβλητος
ποθόδωμα
ποθολκίς
πόθος
ποι
ποῖ
ποιανθής
View word page
ποθίερος
dedicated

ShortDef

dedicated

Debugging

Headword:
ποθίερος
Headword (normalized):
ποθίερος
Headword (normalized/stripped):
ποθιερος
IDX:
70922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70923
Key:

Data

{'content': 'dedicated'}