Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποηφάγος
ποθεινοποιός
ποθεινός
ποθεν
πόθεν
ποθέω
ποθή
ποθήσιμος
ποθητικός
ποθητός
ποθήτωρ
ποθι
πόθι
ποθίερος
ποθίζω
πόθικες
ποθίκω
ποθόβλητος
ποθόδωμα
ποθολκίς
πόθος
View word page
ποθήτωρ
one who longs

ShortDef

one who longs

Debugging

Headword:
ποθήτωρ
Headword (normalized):
ποθήτωρ
Headword (normalized/stripped):
ποθητωρ
IDX:
70919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70920
Key:

Data

{'content': 'one who longs'}