Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνέκσαρτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτικός
ἀνέκτιτος
ἀνέκτομος
ἀνεκτός
ἀνεκτότης
ἀνέκτριπτος
ἀνέκφαντος
ἀνέκφευκτος
ἀνεκφοίτητος
ἀνέκφορος
ἀνέκφραστος
ἀνεκφώνητος
ἀνεκχύμωτος
ἀνέλαιος
ἀνελάττωτος
ἀνέλεγκτος
ἀνελεγξία
ἀνελέγχω
ἀνελεήμων
View word page
ἀνεκφοίτητος
not proceeding
ShortDef
not proceeding
Debugging
Headword:
ἀνεκφοίτητος
Headword (normalized):
ἀνεκφοίτητος
Headword (normalized/stripped):
ανεκφοιτητος
IDX:
7091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7092
Key:
Data
{'content': 'not proceeding'}