Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποηφαγία
ποηφάγος
ποθεινοποιός
ποθεινός
ποθεν
πόθεν
ποθέω
ποθή
ποθήσιμος
ποθητικός
ποθητός
ποθήτωρ
ποθι
πόθι
ποθίερος
ποθίζω
πόθικες
ποθίκω
ποθόβλητος
ποθόδωμα
ποθολκίς
View word page
ποθητός
longed for, regretted

ShortDef

longed for, regretted

Debugging

Headword:
ποθητός
Headword (normalized):
ποθητός
Headword (normalized/stripped):
ποθητος
IDX:
70918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70919
Key:

Data

{'content': 'longed for, regretted'}