Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποηλογέω
ποηφαγέω
ποηφαγία
ποηφάγος
ποθεινοποιός
ποθεινός
ποθεν
πόθεν
ποθέω
ποθή
ποθήσιμος
ποθητικός
ποθητός
ποθήτωρ
ποθι
πόθι
ποθίερος
ποθίζω
πόθικες
ποθίκω
ποθόβλητος
View word page
ποθήσιμος
mourned by
ShortDef
mourned by
Debugging
Headword:
ποθήσιμος
Headword (normalized):
ποθήσιμος
Headword (normalized/stripped):
ποθησιμος
IDX:
70916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70917
Key:
Data
{'content': 'mourned by'}