Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδώκης
πόδωμα
ποδώνυχος
ποδωτός
ποεσιτρόφος
ποεσίχροος
ποηλογέω
ποηφαγέω
ποηφαγία
ποηφάγος
ποθεινοποιός
ποθεινός
ποθεν
πόθεν
ποθέω
ποθή
ποθήσιμος
ποθητικός
ποθητός
ποθήτωρ
ποθι
View word page
ποθεινοποιός
exciting a tender longing

ShortDef

exciting a tender longing

Debugging

Headword:
ποθεινοποιός
Headword (normalized):
ποθεινοποιός
Headword (normalized/stripped):
ποθεινοποιος
IDX:
70910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70911
Key:

Data

{'content': 'exciting a tender longing'}