Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποδώκεια
ποδώκης
πόδωμα
ποδώνυχος
ποδωτός
ποεσιτρόφος
ποεσίχροος
ποηλογέω
ποηφαγέω
ποηφαγία
ποηφάγος
ποθεινοποιός
ποθεινός
ποθεν
πόθεν
ποθέω
ποθή
ποθήσιμος
ποθητικός
ποθητός
ποθήτωρ
View word page
ποηφάγος
eating grass
ShortDef
eating grass
Debugging
Headword:
ποηφάγος
Headword (normalized):
ποηφάγος
Headword (normalized/stripped):
ποηφαγος
IDX:
70909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70910
Key:
Data
{'content': 'eating grass'}