Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδοψόφος
ποδόω
ποδώκεια
ποδώκης
πόδωμα
ποδώνυχος
ποδωτός
ποεσιτρόφος
ποεσίχροος
ποηλογέω
ποηφαγέω
ποηφαγία
ποηφάγος
ποθεινοποιός
ποθεινός
ποθεν
πόθεν
ποθέω
ποθή
ποθήσιμος
ποθητικός
View word page
ποηφαγέω
to eat grass

ShortDef

to eat grass

Debugging

Headword:
ποηφαγέω
Headword (normalized):
ποηφαγέω
Headword (normalized/stripped):
ποηφαγεω
IDX:
70907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70908
Key:

Data

{'content': 'to eat grass'}