Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδοψόφιον
ποδοψόφος
ποδόω
ποδώκεια
ποδώκης
πόδωμα
ποδώνυχος
ποδωτός
ποεσιτρόφος
ποεσίχροος
ποηλογέω
ποηφαγέω
ποηφαγία
ποηφάγος
ποθεινοποιός
ποθεινός
ποθεν
πόθεν
ποθέω
ποθή
ποθήσιμος
View word page
ποηλογέω
gather herbs

ShortDef

gather herbs

Debugging

Headword:
ποηλογέω
Headword (normalized):
ποηλογέω
Headword (normalized/stripped):
ποηλογεω
IDX:
70906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70907
Key:

Data

{'content': 'gather herbs'}