Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδοψοφία
ποδοψόφιον
ποδοψόφος
ποδόω
ποδώκεια
ποδώκης
πόδωμα
ποδώνυχος
ποδωτός
ποεσιτρόφος
ποεσίχροος
ποηλογέω
ποηφαγέω
ποηφαγία
ποηφάγος
ποθεινοποιός
ποθεινός
ποθεν
πόθεν
ποθέω
ποθή
View word page
ποεσίχροος
grass-coloured

ShortDef

grass-coloured

Debugging

Headword:
ποεσίχροος
Headword (normalized):
ποεσίχροος
Headword (normalized/stripped):
ποεσιχροος
IDX:
70905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70906
Key:

Data

{'content': 'grass-coloured'}