Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδόψηστρον
ποδοψοφία
ποδοψόφιον
ποδοψόφος
ποδόω
ποδώκεια
ποδώκης
πόδωμα
ποδώνυχος
ποδωτός
ποεσιτρόφος
ποεσίχροος
ποηλογέω
ποηφαγέω
ποηφαγία
ποηφάγος
ποθεινοποιός
ποθεινός
ποθεν
πόθεν
ποθέω
View word page
ποεσιτρόφος
abounding in herbs

ShortDef

abounding in herbs

Debugging

Headword:
ποεσιτρόφος
Headword (normalized):
ποεσιτρόφος
Headword (normalized/stripped):
ποεσιτροφος
IDX:
70904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70905
Key:

Data

{'content': 'abounding in herbs'}