Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδοχέω
ποδοψέλιον
ποδόψηστρον
ποδοψοφία
ποδοψόφιον
ποδοψόφος
ποδόω
ποδώκεια
ποδώκης
πόδωμα
ποδώνυχος
ποδωτός
ποεσιτρόφος
ποεσίχροος
ποηλογέω
ποηφαγέω
ποηφαγία
ποηφάγος
ποθεινοποιός
ποθεινός
ποθεν
View word page
ποδώνυχος
reaching to the toes

ShortDef

reaching to the toes

Debugging

Headword:
ποδώνυχος
Headword (normalized):
ποδώνυχος
Headword (normalized/stripped):
ποδωνυχος
IDX:
70902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70903
Key:

Data

{'content': 'reaching to the toes'}