Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποδοτρόχαλος
ποδοχέω
ποδοψέλιον
ποδόψηστρον
ποδοψοφία
ποδοψόφιον
ποδοψόφος
ποδόω
ποδώκεια
ποδώκης
πόδωμα
ποδώνυχος
ποδωτός
ποεσιτρόφος
ποεσίχροος
ποηλογέω
ποηφαγέω
ποηφαγία
ποηφάγος
ποθεινοποιός
ποθεινός
View word page
πόδωμα
floor, base
ShortDef
floor, base
Debugging
Headword:
πόδωμα
Headword (normalized):
πόδωμα
Headword (normalized/stripped):
ποδωμα
IDX:
70901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70902
Key:
Data
{'content': 'floor, base'}