Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεκπύρωτος
ἀνέκπυστος
ἀνέκσαρτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτικός
ἀνέκτιτος
ἀνέκτομος
ἀνεκτός
ἀνεκτότης
ἀνέκτριπτος
ἀνέκφαντος
ἀνέκφευκτος
ἀνεκφοίτητος
ἀνέκφορος
ἀνέκφραστος
ἀνεκφώνητος
ἀνεκχύμωτος
ἀνέλαιος
ἀνελάττωτος
ἀνέλεγκτος
ἀνελεγξία
View word page
ἀνέκφαντος
not to be revealed

ShortDef

not to be revealed

Debugging

Headword:
ἀνέκφαντος
Headword (normalized):
ἀνέκφαντος
Headword (normalized/stripped):
ανεκφαντος
IDX:
7089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7090
Key:

Data

{'content': 'not to be revealed'}