Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποδοστράβη
ποδοστρόφια
ποδότης
ποδοτρόχαλος
ποδοχέω
ποδοψέλιον
ποδόψηστρον
ποδοψοφία
ποδοψόφιον
ποδοψόφος
ποδόω
ποδώκεια
ποδώκης
πόδωμα
ποδώνυχος
ποδωτός
ποεσιτρόφος
ποεσίχροος
ποηλογέω
ποηφαγέω
ποηφαγία
View word page
ποδόω
tighten
ShortDef
tighten
Debugging
Headword:
ποδόω
Headword (normalized):
ποδόω
Headword (normalized/stripped):
ποδοω
IDX:
70898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70899
Key:
Data
{'content': 'tighten'}