Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποδόρρωρος
ποδοστράβη
ποδοστρόφια
ποδότης
ποδοτρόχαλος
ποδοχέω
ποδοψέλιον
ποδόψηστρον
ποδοψοφία
ποδοψόφιον
ποδοψόφος
ποδόω
ποδώκεια
ποδώκης
πόδωμα
ποδώνυχος
ποδωτός
ποεσιτρόφος
ποεσίχροος
ποηλογέω
ποηφαγέω
View word page
ποδοψόφος
making a noise with the foot
ShortDef
making a noise with the foot
Debugging
Headword:
ποδοψόφος
Headword (normalized):
ποδοψόφος
Headword (normalized/stripped):
ποδοψοφος
IDX:
70897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70898
Key:
Data
{'content': 'making a noise with the foot'}