Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδόμακτρον
ποδομερής
ποδοπέδη
ποδορραγής
ποδόρρωρος
ποδοστράβη
ποδοστρόφια
ποδότης
ποδοτρόχαλος
ποδοχέω
ποδοψέλιον
ποδόψηστρον
ποδοψοφία
ποδοψόφιον
ποδοψόφος
ποδόω
ποδώκεια
ποδώκης
πόδωμα
ποδώνυχος
ποδωτός
View word page
ποδοψέλιον
anklet

ShortDef

anklet

Debugging

Headword:
ποδοψέλιον
Headword (normalized):
ποδοψέλιον
Headword (normalized/stripped):
ποδοψελιον
IDX:
70893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70894
Key:

Data

{'content': 'anklet'}