Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποδοκτύπη
ποδόμακτρον
ποδομερής
ποδοπέδη
ποδορραγής
ποδόρρωρος
ποδοστράβη
ποδοστρόφια
ποδότης
ποδοτρόχαλος
ποδοχέω
ποδοψέλιον
ποδόψηστρον
ποδοψοφία
ποδοψόφιον
ποδοψόφος
ποδόω
ποδώκεια
ποδώκης
πόδωμα
ποδώνυχος
View word page
ποδοχέω
guide
ShortDef
guide
Debugging
Headword:
ποδοχέω
Headword (normalized):
ποδοχέω
Headword (normalized/stripped):
ποδοχεω
IDX:
70892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70893
Key:
Data
{'content': 'guide'}