Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποδοκρουστία
ποδοκτυπέω
ποδοκτύπη
ποδόμακτρον
ποδομερής
ποδοπέδη
ποδορραγής
ποδόρρωρος
ποδοστράβη
ποδοστρόφια
ποδότης
ποδοτρόχαλος
ποδοχέω
ποδοψέλιον
ποδόψηστρον
ποδοψοφία
ποδοψόφιον
ποδοψόφος
ποδόω
ποδώκεια
ποδώκης
View word page
ποδότης
footedness
ShortDef
footedness
Debugging
Headword:
ποδότης
Headword (normalized):
ποδότης
Headword (normalized/stripped):
ποδοτης
IDX:
70890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70891
Key:
Data
{'content': 'footedness'}