Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεκπραξία
ἀνεκπύητος
ἀνεκπύρωτος
ἀνέκπυστος
ἀνέκσαρτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτικός
ἀνέκτιτος
ἀνέκτομος
ἀνεκτός
ἀνεκτότης
ἀνέκτριπτος
ἀνέκφαντος
ἀνέκφευκτος
ἀνεκφοίτητος
ἀνέκφορος
ἀνέκφραστος
ἀνεκφώνητος
ἀνεκχύμωτος
ἀνέλαιος
ἀνελάττωτος
View word page
ἀνεκτότης
endurableness

ShortDef

endurableness

Debugging

Headword:
ἀνεκτότης
Headword (normalized):
ἀνεκτότης
Headword (normalized/stripped):
ανεκτοτης
IDX:
7087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7088
Key:

Data

{'content': 'endurableness'}