Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδιαῖος
ποδίζω
ποδικός
ποδίκροτος
πόδιον
ποδίς
ποδισμός
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδογλυφεῖον
ποδοκάκκη
ποδόκοιλον
ποδοκρουστία
ποδοκτυπέω
ποδοκτύπη
ποδόμακτρον
ποδομερής
ποδοπέδη
ποδορραγής
ποδόρρωρος
ποδοστράβη
View word page
ποδοκάκκη
stocks (foot plague)

ShortDef

stocks (foot plague)

Debugging

Headword:
ποδοκάκκη
Headword (normalized):
ποδοκάκκη
Headword (normalized/stripped):
ποδοκακκη
IDX:
70878
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70879
Key:

Data

{'content': 'stocks (foot plague)'}