Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Ποδῆς
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδικός
ποδίκροτος
πόδιον
ποδίς
ποδισμός
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδογλυφεῖον
ποδοκάκκη
ποδόκοιλον
ποδοκρουστία
ποδοκτυπέω
ποδοκτύπη
ποδόμακτρον
ποδομερής
ποδοπέδη
ποδορραγής
ποδόρρωρος
View word page
ποδογλυφεῖον
gulvia
ShortDef
gulvia
Debugging
Headword:
ποδογλυφεῖον
Headword (normalized):
ποδογλυφεῖον
Headword (normalized/stripped):
ποδογλυφειον
IDX:
70877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70878
Key:
Data
{'content': 'gulvia'}