Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδήρης
Ποδῆς
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδικός
ποδίκροτος
πόδιον
ποδίς
ποδισμός
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδογλυφεῖον
ποδοκάκκη
ποδόκοιλον
ποδοκρουστία
ποδοκτυπέω
ποδοκτύπη
ποδόμακτρον
ποδομερής
ποδοπέδη
ποδορραγής
View word page
ποδίστρα
a foottrap

ShortDef

a foottrap

Debugging

Headword:
ποδίστρα
Headword (normalized):
ποδίστρα
Headword (normalized/stripped):
ποδιστρα
IDX:
70876
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70877
Key:

Data

{'content': 'a foottrap'}