Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
Ποδῆς
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδικός
ποδίκροτος
πόδιον
ποδίς
ποδισμός
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδογλυφεῖον
ποδοκάκκη
ποδόκοιλον
ποδοκρουστία
ποδοκτυπέω
ποδοκτύπη
View word page
πόδιον
foot

ShortDef

foot

Debugging

Headword:
πόδιον
Headword (normalized):
πόδιον
Headword (normalized/stripped):
ποδιον
IDX:
70872
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70873
Key:

Data

{'content': 'foot'}