Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
Ποδῆς
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδικός
ποδίκροτος
πόδιον
ποδίς
ποδισμός
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδογλυφεῖον
ποδοκάκκη
ποδόκοιλον
View word page
ποδίζω
to tie the feet
ShortDef
to tie the feet
Debugging
Headword:
ποδίζω
Headword (normalized):
ποδίζω
Headword (normalized/stripped):
ποδιζω
IDX:
70869
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70870
Key:
Data
{'content': 'to tie the feet'}