Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεκποίητος
ἀνεκπραξία
ἀνεκπύητος
ἀνεκπύρωτος
ἀνέκπυστος
ἀνέκσαρτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτικός
ἀνέκτιτος
ἀνέκτομος
ἀνεκτός
ἀνεκτότης
ἀνέκτριπτος
ἀνέκφαντος
ἀνέκφευκτος
ἀνεκφοίτητος
ἀνέκφορος
ἀνέκφραστος
ἀνεκφώνητος
ἀνεκχύμωτος
ἀνέλαιος
View word page
ἀνεκτός
bearable, sufferable, tolerable
ShortDef
bearable, sufferable, tolerable
Debugging
Headword:
ἀνεκτός
Headword (normalized):
ἀνεκτός
Headword (normalized/stripped):
ανεκτος
IDX:
7086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7087
Key:
Data
{'content': 'bearable, sufferable, tolerable'}