Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
Ποδῆς
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδικός
ποδίκροτος
πόδιον
ποδίς
ποδισμός
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδογλυφεῖον
ποδοκάκκη
View word page
ποδιαῖος
a foot long, broad

ShortDef

a foot long, broad

Debugging

Headword:
ποδιαῖος
Headword (normalized):
ποδιαῖος
Headword (normalized/stripped):
ποδιαιος
IDX:
70868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70869
Key:

Data

{'content': 'a foot long, broad'}