Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
Ποδῆς
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδικός
ποδίκροτος
πόδιον
ποδίς
ποδισμός
ποδιστήρ
ποδίστρα
ποδογλυφεῖον
View word page
Ποδῆς
Podes, son of Eëtion

ShortDef

Podes, son of Eëtion

Debugging

Headword:
Ποδῆς
Headword (normalized):
ποδῆς
Headword (normalized/stripped):
ποδης
IDX:
70867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70868
Key:

Data

{'content': 'Podes, son of Eëtion'}