Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
Ποδῆς
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδικός
ποδίκροτος
πόδιον
ποδίς
ποδισμός
ποδιστήρ
ποδίστρα
View word page
ποδήρης
reaching to the feet

ShortDef

reaching to the feet

Debugging

Headword:
ποδήρης
Headword (normalized):
ποδήρης
Headword (normalized/stripped):
ποδηρης
IDX:
70866
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70867
Key:

Data

{'content': 'reaching to the feet'}