Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδδατέομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
Ποδῆς
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδικός
ποδίκροτος
πόδιον
ποδίς
ποδισμός
View word page
ποδηνεκής
reaching to the feet

ShortDef

reaching to the feet

Debugging

Headword:
ποδηνεκής
Headword (normalized):
ποδηνεκής
Headword (normalized/stripped):
ποδηνεκης
IDX:
70864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70865
Key:

Data

{'content': 'reaching to the feet'}