Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδάων
ποδδατέομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
Ποδῆς
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδικός
ποδίκροτος
πόδιον
ποδίς
View word page
ποδηγός
a guide, attendant

ShortDef

a guide, attendant

Debugging

Headword:
ποδηγός
Headword (normalized):
ποδηγός
Headword (normalized/stripped):
ποδηγος
IDX:
70863
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70864
Key:

Data

{'content': 'a guide, attendant'}