Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποδάρκης
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
Ποδῆς
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδικός
ποδίκροτος
πόδιον
View word page
ποδηγία
leading, guiding
ShortDef
leading, guiding
Debugging
Headword:
ποδηγία
Headword (normalized):
ποδηγία
Headword (normalized/stripped):
ποδηγια
IDX:
70862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70863
Key:
Data
{'content': 'leading, guiding'}