Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποδαρκής
ποδάρκης
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
Ποδῆς
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδικός
ποδίκροτος
View word page
ποδηγέω
lead, guide
ShortDef
lead, guide
Debugging
Headword:
ποδηγέω
Headword (normalized):
ποδηγέω
Headword (normalized/stripped):
ποδηγεω
IDX:
70861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70862
Key:
Data
{'content': 'lead, guide'}