Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ποδάρκης
ποδαρκής
ποδάρκης
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
Ποδῆς
ποδιαῖος
ποδίζω
ποδικός
View word page
ποδηγέτης
leader, guide

ShortDef

leader, guide

Debugging

Headword:
ποδηγέτης
Headword (normalized):
ποδηγέτης
Headword (normalized/stripped):
ποδηγετης
IDX:
70860
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70861
Key:

Data

{'content': 'leader, guide'}