Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πόδαργος
Ποδάρκης
ποδαρκής
ποδάρκης
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
Ποδῆς
ποδιαῖος
ποδίζω
View word page
ποδηγετέω
guide
ShortDef
guide
Debugging
Headword:
ποδηγετέω
Headword (normalized):
ποδηγετέω
Headword (normalized/stripped):
ποδηγετεω
IDX:
70859
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70860
Key:
Data
{'content': 'guide'}