Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέκπλυτος
ἀνεκποίητος
ἀνεκπραξία
ἀνεκπύητος
ἀνεκπύρωτος
ἀνέκπυστος
ἀνέκσαρτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτικός
ἀνέκτιτος
ἀνέκτομος
ἀνεκτός
ἀνεκτότης
ἀνέκτριπτος
ἀνέκφαντος
ἀνέκφευκτος
ἀνεκφοίτητος
ἀνέκφορος
ἀνέκφραστος
ἀνεκφώνητος
ἀνεκχύμωτος
View word page
ἀνέκτομος
not castrated, entire

ShortDef

not castrated, entire

Debugging

Headword:
ἀνέκτομος
Headword (normalized):
ἀνέκτομος
Headword (normalized/stripped):
ανεκτομος
IDX:
7085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7086
Key:

Data

{'content': 'not castrated, entire'}