Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ποδάργη
Πόδαργος
πόδαργος
Ποδάρκης
ποδαρκής
ποδάρκης
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
ποδήρης
Ποδῆς
View word page
ποδένδυτος
drawn over the feet

ShortDef

drawn over the feet

Debugging

Headword:
ποδένδυτος
Headword (normalized):
ποδένδυτος
Headword (normalized/stripped):
ποδενδυτος
IDX:
70857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70858
Key:

Data

{'content': 'drawn over the feet'}