Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδάνιπτρον
ποδαπός
Ποδάργη
Πόδαργος
πόδαργος
Ποδάρκης
ποδαρκής
ποδάρκης
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
ποδήνεμος
View word page
ποδεῖον
sock

ShortDef

sock

Debugging

Headword:
ποδεῖον
Headword (normalized):
ποδεῖον
Headword (normalized/stripped):
ποδειον
IDX:
70855
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70856
Key:

Data

{'content': 'sock'}