Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
Ποδάργη
Πόδαργος
πόδαργος
Ποδάρκης
ποδαρκής
ποδάρκης
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
ποδηγός
ποδηνεκής
View word page
ποδδατέομαι
assign

ShortDef

assign

Debugging

Headword:
ποδδατέομαι
Headword (normalized):
ποδδατέομαι
Headword (normalized/stripped):
ποδδατεομαι
IDX:
70854
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70855
Key:

Data

{'content': 'assign'}