Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποδαλγία
Ποδαλείριος
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
Ποδάργη
Πόδαργος
πόδαργος
Ποδάρκης
ποδαρκής
ποδάρκης
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
ποδηγία
View word page
ποδάρκης
sufficient with the feet, swiftfooted
ShortDef
Podarces
sufficient with the feet, swiftfooted
Debugging
Headword:
ποδάρκης
Headword (normalized):
ποδάρκης
Headword (normalized/stripped):
ποδαρκης
IDX:
70852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70853
Key:
Data
{'content': 'sufficient with the feet, swiftfooted'}