Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποδαλγής
ποδαλγία
Ποδαλείριος
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
Ποδάργη
Πόδαργος
πόδαργος
Ποδάρκης
ποδαρκής
ποδάρκης
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
ποδηγέω
View word page
ποδαρκής
succouring with the feet, running to the rescue
ShortDef
succouring with the feet, running to the rescue
Debugging
Headword:
ποδαρκής
Headword (normalized):
ποδαρκής
Headword (normalized/stripped):
ποδαρκης
IDX:
70851
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70852
Key:
Data
{'content': 'succouring with the feet, running to the rescue'}