Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποδαλγέω
ποδαλγής
ποδαλγία
Ποδαλείριος
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
Ποδάργη
Πόδαργος
πόδαργος
Ποδάρκης
ποδαρκής
ποδάρκης
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
ποδηγέτης
View word page
Ποδάρκης
Podarces
ShortDef
Podarces
sufficient with the feet, swiftfooted
Debugging
Headword:
Ποδάρκης
Headword (normalized):
ποδάρκης
Headword (normalized/stripped):
ποδαρκης
IDX:
70850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70851
Key:
Data
{'content': 'Podarces'}