Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδαγρικός
ποδαλγέω
ποδαλγής
ποδαλγία
Ποδαλείριος
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
Ποδάργη
Πόδαργος
πόδαργος
Ποδάρκης
ποδαρκής
ποδάρκης
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
ποδεών
ποδηγετέω
View word page
πόδαργος
swiftfooted

ShortDef

Podargus
swiftfooted

Debugging

Headword:
πόδαργος
Headword (normalized):
πόδαργος
Headword (normalized/stripped):
ποδαργος
IDX:
70849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70850
Key:

Data

{'content': 'swiftfooted'}