Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεκπλήρωτος
ἀνέκπλυτος
ἀνεκποίητος
ἀνεκπραξία
ἀνεκπύητος
ἀνεκπύρωτος
ἀνέκπυστος
ἀνέκσαρτος
ἀνεκτέος
ἀνεκτικός
ἀνέκτιτος
ἀνέκτομος
ἀνεκτός
ἀνεκτότης
ἀνέκτριπτος
ἀνέκφαντος
ἀνέκφευκτος
ἀνεκφοίτητος
ἀνέκφορος
ἀνέκφραστος
ἀνεκφώνητος
View word page
ἀνέκτιτος
unpaid
ShortDef
unpaid
Debugging
Headword:
ἀνέκτιτος
Headword (normalized):
ἀνέκτιτος
Headword (normalized/stripped):
ανεκτιτος
IDX:
7084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7085
Key:
Data
{'content': 'unpaid'}