Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδαλγέω
ποδαλγής
ποδαλγία
Ποδαλείριος
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
Ποδάργη
Πόδαργος
πόδαργος
Ποδάρκης
ποδαρκής
ποδάρκης
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
ποδένδυτος
View word page
Ποδάργη
Podarge, ‘Swift-footed’

ShortDef

Podarge, ‘Swift-footed’

Debugging

Headword:
Ποδάργη
Headword (normalized):
ποδάργη
Headword (normalized/stripped):
ποδαργη
IDX:
70847
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70848
Key:

Data

{'content': 'Podarge, ‘Swift-footed’'}