Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ποδαβρός
ποδάγρα
ποδαγράω
ποδαγρικός
ποδαλγέω
ποδαλγής
ποδαλγία
Ποδαλείριος
ποδανιπτήρ
ποδάνιπτρον
ποδαπός
Ποδάργη
Πόδαργος
πόδαργος
Ποδάρκης
ποδαρκής
ποδάρκης
ποδάων
ποδδατέομαι
ποδεῖον
ποδεκμαγεῖον
View word page
ποδαπός
from what country?
ShortDef
from what country?
Debugging
Headword:
ποδαπός
Headword (normalized):
ποδαπός
Headword (normalized/stripped):
ποδαπος
IDX:
70846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-70847
Key:
Data
{'content': 'from what country?'}